- Τούπι
- οι, Νεθνολ. εθνογλωσσική ομάδα ινδιάνων τής Νότιας Αμερικής που μιλούν γλώσσες τής ομάδας γλωσσών Τούπι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τουπί — (I) το, Ν τυροκομικό ψάθινο σκεύος στο οποίο τοποθετείται το χλωρό τυρί για να στραγγίσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < τουμπί «μικρό ύψωμα» (< τούμπα < αρχ. τύμβος)]. (II) Α κράση αντί τo ἐπὶ … Dictionary of Greek
τοὐπί — ἐπί , ἐπί being upon indeclform (prep) ὀπί , ὄψ voice fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Τοπιναμπούρ — οι, Ν ονομασία φυλής ιθαγενών τής Βραζιλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. topinambour < πορτογ. tupinambor < batata Tupinamba < batata «πατάτα» + Tupinamba, ομάδα τού λαού Τούπι] … Dictionary of Greek
ακαζού — Βοτ. ονομασία που δίνεται σε πολλά δέντρα τροπικών περιοχών, τα οποία ανήκουν σε διάφορα γένη τής οικογένειας τών Μελιιδών (Meliaceae). [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. < γαλλ. acajou < πορτογαλ. acaju < διάλ. Τούπι* acaju] … Dictionary of Greek
ενταφιασμός — Νεκρικό έθιμο που βασίζεται στη δοξασία ότι οι νεκροί ζουν, δηλαδή ότι έχουν κατάλοιπα αισθήσεων και ζωτικής δύναμης. Για τον λόγο αυτό, ο νεκρός ενταφιάζεται σε στάση κοιμωμένου (ύπτιος ή ξαπλωμένος στο ένα πλευρό και με τα γόνατα σε ελαφρά… … Dictionary of Greek
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
ιαγουάρος — και ιαγουάριος, ο ζωολ. εξελληνισμένη ονομασία τού αιλουροειδούς τζάγκουαρ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, προβλ. αγγλ. jaguar < jaguara στη γλώσσα Τούπι] … Dictionary of Greek
ιπεκακουάνα — και ιπέκα, η μικρός θάμνος τής οικογένειας ρουβιίδες που αναπτύσσεται σε άγρια κατάσταση στα τροπικά δάση τής Βραζιλίας και καλλιεργείται στις τροπικές περιοχές τών δύο ημισφαιρίων η ρίζα του περιέχει πολλά αλκαλοειδή και έχει εμετικές ιδιότητες … Dictionary of Greek
κοάτι — το ζωολ. κοινή ονομασία σαρκοφάγου θηλαστικού τού γένους και τού είδους Nasua nasua. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. coati < Πίτζιν coati < coati ή cuati, λ. τής γλώσσας Τούπι τών ιθαγενών τής Βραζιλίας] … Dictionary of Greek